- πλεονασμός
- ο1) избыток, излишек; излишество; обилие; 2) преобладание; 3) грам, плеоназм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλεονασμός — superabundance masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονασμός — ο, ΝΜΑ [πλεονάζω] το αποτέλεσμα τού πλεονάζω, πλεόνασμα, περίσσευμα («πλεονασμὸς ὑγρότητος», Αριστοτ.) 2. γραμμ. τρόπος έκφρασης κατά τον οποίο ο ομιλητής ή συγγραφέας επαναλαμβάνει, συσσωρεύει και, γενικά, χρησιμοποιεί στον λόγο λεκτικά στοιχεία … Dictionary of Greek
πλεονασμός — ο (γραμμ.), σχήμα λόγου με το οποίο μια έννοια αποδίδεται με περισσότερες λέξεις ή φράσεις: Να μην ξαναγίνει άλλη φορά, αντί: να μην ξαναγίνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλεονασμοῖς — πλεονασμός superabundance masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονασμοί — πλεονασμός superabundance masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονασμοῦ — πλεονασμός superabundance masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονασμούς — πλεονασμός superabundance masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονασμῶ — πλεονασμός superabundance masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονασμῶν — πλεονασμός superabundance masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονασμῷ — πλεονασμός superabundance masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονασμόν — πλεονασμός superabundance masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)